υμένιο

υμένιο
το / ὑμένιον, ΝΑ [ὑμήν, -ένος]
λεπτός υμένας, υμενίσκος
νεοελλ.
1. (μυκητ.) στρώμα που αποτελείται από ασκούς ή βασίδια και απαντά στους ανώτερους μύκητες, όπου επιστρώνει το ασκοκάρπιο στους ασκομύκητες ή το βασιδιοκάρπιο στους βασιδιομύκητες
2. φρ. «υμένια σπερματοζωαρίου» — τα νημάτια τού σπερματοζωαρίου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • βερνίκι — Στη ζωγραφική, ο όρος δηλώνει διάφορες χημικές ενώσεις κατάλληλες για την επίστρωση των χρωμάτων, για τη διόρθωση ενός έργου και για την προστασία ενός πίνακα από τις καιρικές συνθήκες. Ανάλογα με τη χρήση τους, τα β. αποτελούνται από διαλύματα… …   Dictionary of Greek

  • βολετός — (boletus). Γένος υμενομυκήτων βασιδιομυκήτων της οικογένειας των βολετιδών. Το καρπόσωμα αυτού του μανιταριού είναι σαρκώδες, λείο, πιο σπάνια τριχωτό, συνήθως μεγάλου μεγέθους. Έχει κεντρικό πόδα και πίλο με την εξωτερική επιφάνεια σχεδόν… …   Dictionary of Greek

  • ζωογλοία — η υμένιο που σχηματίζεται στην επιφάνεια ορισμένων υγρών (ξιδιού, στάσιμων νερών). Αποτελείται από βακτήρια ή μύκητες τών οποίων τα κύτταρα περιβάλλονται από κάψες, με σύσταση πολυσακχαριτική ή πρωτεϊνική. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο) (ΙΙ)* + γλοία «κόλλα …   Dictionary of Greek

  • κλαβαρία — (Clavaria). Γένος πρωτόγονων βασιδιομυκήτων της οικογένειας των κλαβαριιδών. Χαρακτηρίζονται από το απλό, ροπαλόμορφο και μάλλον εύθρυπτο καρπόσωμά τους, το οποίο είναι συχνά κοίλο εσωτερικά, ενώ σπάνια διακλαδίζεται. Συνήθως υπάρχει ένα καλά… …   Dictionary of Greek

  • κυστίδιο — το [κύστη (Ι)] 1. μικρή κύστη, φουσκίτσα 2. (μυκητ.) μεγάλο στείρο ροπαλόμορφο κύτταρο που απαντά στο υμένιο τών βασιδιομυκήτων 3. ζωολ. θήκη ή εξωτερικός σκελετός καθενός από τα άτομα μιας αποικίας εξώπρωκτων βρυοζώων, αλλ. εξωκύστη 4. ανατ.… …   Dictionary of Greek

  • λάκκα — Ονομασία έξι οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 500 μ., 28 κάτ.) του νομού Άρτης. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού, στις δυτικές απολήξεις των ορέων του Βάλτου, Α της Άρτας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γεωργίου Καραϊσκάκη. 2. Ημιορεινός… …   Dictionary of Greek

  • λυκόπερδο — (Lycoperdon). Γένος μυκήτων της τάξης των λυκοπερδιδών, της οικογένειας των γαστερομυκήτων, της υποδιαίρεσης των βασιδιομυκήτων. Οι μύκητες αυτοί είναι γνωστοί και με τις κοινές ονομασίες λαγομάνες, αλεπουπορδές και λαόρχια. Είναι επίγειοι και το …   Dictionary of Greek

  • μεμβράνιο — το [μεμβράνα] το λεπτότατο εξωτερικό στρώμα τής μεμβράνας τών κυττάρων, αλλ. υμένιο …   Dictionary of Greek

  • μυκόδερμα — το βοτ. μύκητας που σχηματίζει υμένιο στην επιφάνεια τών ζυμούμενων ποτών και τών σακχαρούχων χυμών, χωρίς να προκαλεί αλκοολική ζύμωση. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. mycoderma (< μύκης «μύκητας» + δέρμα). Η λ. μαρτυρείται από το 1889… …   Dictionary of Greek

  • πολύπορος — (polyporus. Γένος μυκήτων, από τους πιο αξιόλογους, μαζί με τους μύκητες των γενών φόμης, πολύστικτος (λευκόπορος και κοριόλος), τραμέτης, λενζίτης και φιστουλίνα (μύκητες βασιδιομύκητες), της οικογένειας των Πολυποριδών, από τους οποίους άλλοι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”